Πρόκειται για το τμήμα του rum steak,που εντοπίζεται ανάμεσα στις τελευταίες μπριζόλες του κόντρα και το κιλότο. Η πικάνια ανήκει στους μύες που καθόλη τη διάρκεια της ζωής ενός βοοειδούς δεν κινούνται επαρκώς, για αυτό και είναι τόσο τρυφερή. Το ιδανικό βάρος της συνήθως κυμαίνεται γύρω στο 1-1,1 κιλό. Η πικάνια κόβεται πάντα αντίστροφα από τη φορά των ινών της*, μαζί με το μαλακό λίπος που την καλύπτει εξωτερικά, το οποίο λιώνει ενόσω ψήνεται το κρέας, επιτρέποντας του έτσι να παραμείνει ζουμερό και γευστικό.
Μέχρι τη δεκαετία του ’70 η πικάνια ήταν το αγαπημένο φαγητό των gauchos, των Βραζιλιάνων καουμπόηδων του Ρίου Γκράντι ντου Σουλ, αλλά όταν η κοπή αυτή διαδόθηκε στις churrascarias του Σάου Πάουλο αμέσως επικράτησε ανάμεσα στις πατροπαράδοτες κοπές κρεάτων και γρήγορα αναδείχτηκε, διεθνώς, ως ένα από τα πιο δημοφιλή κομμάτια βοδινού κρέατος, όχι απλώς για τη νοστιμιά της, αλλά γιατί ψήνεται κι εύκολα.
Συνήθως η πικάνια κόβεται σε 5 χοντρές φέτες, πάχους 2 ,5-3 εκ., τις οποίες αλατίζουν με χοντρό αλάτι και τις περνούν σε φαρδιές και μακριές, μεταλλικές σούβλες, δίνοντας τους σχήμα πέταλου και τις ψήνουν στη δυνατή φωτιά της βραζιλιάνικης ψησταριάς (churrasco). Εναλλακτικά οι φέτες αυτές ψήνονται, συνολικά 15 λεπτά, πάνω από καλά χωνεμένα κάρβουνα. Καθώς το λίπος τους λιώνει, κυλάει και πάνω τους τις προστατεύει από τη φωτιά, αλλά τους προσθέτει και νοστιμιά.
Η πικάνια, βέβαια ψήνεται και ολόκληρη στο γκριλ, πρώτα από τη μεριά του λίπους και έπειτα από την μεριά του κρέατος, πάντα καλά πασπαλισμένη με χοντρό αλάτι.Χαράσσουν το λίπος της και το πασπαλίζουν με το αλάτι και την αφήνουν να σταθεί λίγο πριν να την ψήσουν,για να διαποτιστεί από το αλάτι. Οι Βραζιλιάνοι την ψήνουν κι ολόκληρη, περασμένη από σούβλα, 5-6 λεπτά σε πολύ δυνατή φωτιά και 40 λεπτά, σε ήπια. Μετά την κόβουν σε λεπτές φέτες, πιο λεπτές κι από ταλιάτα.